Το έθιμο της βασιλόπιτας

Το έθιμο της βασιλόπιτας διατηρείται σε όλη την Ελλάδα, ενώ οι απαρχές του χάνονται στα βάθη των αιώνων.

Έθιμο χριστιανικό ή ακόμη πιο παλιό; 

Φουσκωτή κι αρωματική σαν τσουρέκι, αφράτη και μυρωδάτη σαν κέικ, αλμυρή με φύλλο τραγανό, η βασιλόπιτα έχει την κεντρική θέση στα πρωτοχρονιάτικα κι όχι μόνο τραπέζια. Η μεγάλη της σημασία φαίνεται κι από το γεγονός πως δεν περιορίζεται στα οικογενειακά τραπέζια, μα κόβεται σε εταιρείες, συλλόγους και διάφορες συγκεντρώσεις. Η εύρεση του φλουριού θεωρείται γούρι και καλός οιωνός για τη χρονιά που ξεκινά.

Η τελετουργική προσφορά άρτου στους θεούς ήταν γνωστή ήδη από την αρχαιότητα. Τότε τη συνήθιζαν πριν τα μεγάλα αγροτικά γεγονότα της χρονιάς, όπως η σπορά ή ο θερισμός.

Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, μέσα στην πίτα ή στον άρτο που ζύμωναν έβαζαν ένα νόμισμα ή ένα μικρό χρυσό κόσμημα. Όποιος το έβρισκε, είχε την εύνοια των θεών κι ιδιαίτερα του θεού Κρόνου, μια και η πρακτική αυτή συνηθίζονταν κατά τη γιορτή των Σατουρναλίων. Κατά άλλη παράδοση, στον άρτο που ζύμωναν έβαζαν ένα φασόλι. Όποιος το έβρισκε ήταν το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς και θα είχε τύχη τη χρονιά που άρχιζε.

Με το πέρασμα των χρόνων, το έθιμο της βασιλόπιτας εμπλουτίστηκε με υλικά και πρόσωπα. Ο νοικοκύρης του σπιτιού έκοβε τον άρτο σε κομμάτια, τα οποία μοίραζε στα μέλη της οικογένειας, στον Άγιο Βασίλειο -ο οποίος ταυτίστηκε απόλυτα με την πίτα αυτή-, στον Χριστό, στον Φτωχό και αλλού. Οι λαογράφοι Νικόλαος Πολίτης και Γεώργιος Μέγας αναφέρουν την προσφορά άρτου γεμιστού με λιχουδιές στον Αγαθό Δαίμονα που πίστευαν ότι προστατεύει το σπίτι κι είχε τη μορφή ενός άκακου φιδιού. Σε νησιά όπως η Ζάκυνθος, η Λέρος και η Χίος άφηναν σε διάφορες γωνίες του σπιτιού κομμάτια άρτου που είχαν μέσα καρύδια, σταφίδες, ρόδια και άλλα καλούδια. Ήλπιζαν η προσφορά αυτή να πείσει το φίδι-προστάτη του σπιτιού να συνεχίσει την προστασία του.

Μολονότι το έθιμο της βασιλόπιτας φαίνεται να κρατά από την αρχαιότητα, στη χώρα καθιερώθηκε απ΄άκρη σ΄άκρη αφού ταυτίστηκε με τη μορφή του Αγίου Βασιλείου, από όπου το νόστιμο έδεσμα πήρε το όνομά του.

Ο Επίσκοπος που έσωσε την πόλη του 

Τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, ο Μέγας Βασίλειος ήταν επίσκοπος σε μια πόλη της Καππαδοκίας, την Καισάρεια. Κάποτε, λοιπόν, απείλησε την πόλη ένας στρατηγός-τύραννος της περιοχής. Ζήτησε να παραδοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης, αλλιώς θα την κατέστρεφε. Κατά μια άλλη παράδοση, απείλησε ότι αν δε λάβει χρυσό, θα εξορίσει ή θα σκοτώσει τον δεσπότη.

Οι κάτοικοι της πόλης, επειδή αγαπούσαν πολύ τον δεσπότη τους, συγκέντρωσαν τα λιγοστά χρυσαφικά τους και τα παρέδωσαν στον Μέγα Βασίλειο για να τα προσφέρει στον τύραννο και να γλιτώσει η πόλη τους. Αλλά τότε έγινε ένα θαύμα. Ο Άγιος Μερκούριος με ένα αγγελικό τάγμα επιτέθηκε στον στρατό του τυράννου και τον έτρεψε σε φυγή.

Η πόλη σώθηκε, μα ο Μέγας Βασίλειος είχε το εξής πρόβλημα να λύσει: πώς θα επέστρεφε στον καθένα ακριβώς ό,τι είχε δώσει, χωρίς να αδικήσει κανέναν; Τότε, ζήτησε φώτιση από τον Θεό. Διέταξε, λοιπόν, να ζυμώσουν χιλιάδες μικρά ψωμάκια και στο καθένα να βάλουν ένα χρυσό νόμισμα, κόσμημα ή άλλο πολύτιμο χρυσαφικό. Κι έτσι, βρέθηκαν όλοι με ένα πολύτιμο αντικείμενο, ακόμη κι αυτοί που δεν είχαν δώσει. Κατά άλλη παράδοση, με δεύτερο θαύμα, κάθε χρυσαφικό επέστρεψε στον ιδιοκτήτη τoυ

About the Author

Σχετικά άρθρα