«42497»: Τι σημαίνει αυτός ο αριθμός στη νέα παράσταση του Γιώργου Καπουτζίδη;

Ο κάτω κόσμος του Γιώργου Καπουτζίδη, ένας κόσμος ανθρώπων νέων χωρίς προηγούμενη μνήμη, αναπαράγει συμπεριφορές του οικείου προηγούμενου κόσμου. Με κυρίαρχα τα χαρακτηριστικά που μας σοκάρουν, τη σκληρότητα, την απονιά, ο νέος κόσμος είναι δύσκολος, δεν απέχει πολύ ως μεταφορά από τον μεταπανδημικό κόσμο.

«Αυτός ο νέος κόσμος, ο δημιουργημένος, μοιάζει με τον πραγματικό, στο πώς εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, στο ότι όλα γίνονται πολύ γρήγορα, δεν βλεπόμαστε, δεν αγγιζόμαστε, γράφουμε ένα RIP και νομίζουμε ότι έχουμε συμπαρασταθεί σε κάποιον επειδή πληκτρολογήσαμε τρία γράμματα, έχουν χαθεί ουσιαστικά πράγματα στην επαφή μας και τώρα, αν συνεχίσουν να χάνονται, θα φτάσουμε πολύ γρήγορα σε αυτό τον γκρίζο, σκοτεινό κόσμο του έργου», λέει.

Στις οθόνες γύρω από τη σκηνή προβάλλονται οι πληροφορίες του καιρού, οι οδηγίες μιας ανώτατης αόρατης αρχής, οι κάτοικοι έχουν ένα όριο μηνυμάτων, μέχρι τέσσερα, και σε αυτά είναι υποχρεωμένοι να εκφράσουν όσα θέλουν να πουν, η επικοινωνία κόβεται, οι ήρωες είναι μετέωροι, οκτώ πρόσωπα με πολύ φτωχά συναισθήματα.

ν η χαρά στον κόσμο που ζούμε έχει άπειρες και διαφορετικές αποχρώσεις και ποιότητες και εντάσεις, αυτοί δεν έχουν τόσες, το μόνο συναίσθημά τους που έχει όσες αποχρώσεις υπάρχουν και «έξω στη γη» είναι ο θυμός. Χαμογελούν σπάνια, ωστόσο ακόμα και μέσα σε αυτήν τη μικροκοινότητα υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να αισθανθούν κάτι παραπάνω και θέλουν να κινηθούν προς το καλό.

«Υπάρχουν αυτοί που κινούνται προς το καλό και κάποιοι που έχουν επιλέξει να κινηθούν προς το κακό ή προς τη ρουτίνα του κακού. Είναι μια επιλογή να βαριέσαι, να πλήττεις και να σκέφτεσαι το κακό», λέει ο Γιώργος Καπουτζίδης.

Κεντρικός ήρωας είναι ο Οκτώ, ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, ηγέτης του καλού που έρχεται σε αντίθεση με την κακή ηγεσία της Τρία, που υποδύεται η Ανθή Σαββάκη, η οποία έχει βέβαια και τους υπασπιστές της, τον Δημήτρη Κλωνάρη και τον Αποστόλη Ψαρρό. Αυτός είναι ο πυρήνας, ενώ γύρω τους υπάρχουν οι φοβισμένοι ήρωες, οι «παρατηρητές» που υπάρχουν και στον τωρινό κόσμο, οι πιο φοβισμένοι, οι πιο αδύναμοι, ο «σάκος του μποξ» για κάποιους.

Έτσι είναι το νούμερο Δύο, ένα πρόσωπο που από τη γραφή δεν καταλαβαίνεις αν είναι αρσενικό ή θηλυκό και υφίσταται βία, ενώ παράλληλα δεν δέχεται συμπαράσταση από όσους θα έπρεπε να του συμπαρασταθούν, ακριβώς αυτό που κάνουμε κι εμείς στον δικό μας κόσμο για όσα δεν καταλαβαίνουμε, όταν αφήνουμε τους γύρω μας μόνους και απροστάτευτους στο περιθώριό τους.

Φτάνει και ο Τέσσερα, άλλος ένας ηγέτης του καλού που συνδέεται με τον Οκτώ –δεν είναι τυχαίο ότι το τέσσερα είναι το μισό του οκτώ–, είναι οι θετικές δυνάμεις, μια αχτίδα αγάπης μέσα στον ζόφο.

Κεντρικός χαρακτήρας η Κατιάνα Μπαλανίκα, το νούμερο Πέντε, η μόνη με αναμνήσεις της παλιάς ζωής και του παλιού κόσμου, η μόνη που έχει ανθρώπινη υπόσταση –οι άλλοι είναι άλλο είδος–, μια γυναίκα που λήγει ο χρόνος της, ένα ον που ανάμεσα στα άλλα με το μικρό ψυχικό απόθεμα κυριολεκτικά λάμπει. Είναι αυτή που μπροστά σε ένα καθορισμένο μέλλον ανακαλεί το παρελθόν και εμπνέει και τους άλλους, με τις αναμνήσεις μιας ζωής αισθημάτων και αισθήσεων σε έναν τόπο όπου όλα είναι άχρωμα και άγευστα και τα ίχνη της ανθρώπινης περιέργειας, τα ψήγματα που δημιούργησαν την πρόοδο του ανθρώπινου γένους, εξαφανίζονται κάτω από κανόνες και ασύλληπτες απαγορεύσεις.

Οι ήρωες του έργου φεύγουν στα 70, έτσι ορίζει η Ανώτατη Αρχή, χάνονται, είναι ένα όριο ηλικίας σκληρό, πρέπει να δώσουν τη θέση τους στους νέους που δημιουργούνται σαν κλώνοι, που είναι λιγότερο ανήσυχοι, δεν έχουν μνήμη και  «επικίνδυνους» πόθους. Είναι ένα σχόλιο του Γιώργου Καπουτζίδη για τη νεότητα και τη θέση των ηλικιωμένων.

«Νομίζω πως στην Ελλάδα δεν φερόμαστε καλά στους ανθρώπους που είναι ηλικιωμένοι. Ταξιδεύω πολύ στο εξωτερικό για να βλέπω αγώνες στίβου και τα πράγματα έξω δεν είναι έτσι. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα εκατομμύρια Ευρωπαίοι ταξιδεύουν για να δουν αγώνες, σε κάθε στάδιο φτάνουν δεκάδες πούλμαν και αναρωτιέμαι κάθε φορά “ένα ελληνικό λεωφορείο δεν θα δω;”.

Οι ηλικιωμένοι έξω έχουν δικαίωμα σε πάρα πολλά πράγματα, είναι ενεργοί. Αυτό με απασχολούσε πάντα, η θέση τους ανάμεσά μας και η συμπεριφορά μας προς αυτούς, και στο “Παρά Πέντε” ως τέτοιο σχόλιο υπάρχουν αυτές οι δυο ηρωίδες, η γιαγιά μου και τη Θεοπούλα, που δεν εγκαταλείπουν, έχουν όνειρα και κάνουν κάθε τρέλα προκειμένου να τα πραγματοποιήσουν, έχουν δικαίωμα και το διεκδικούν μέχρι το τέλος», λέει.

Όταν τα φώτα σβήνουν και αρχίζει η παράσταση οι οκτώ ερμηνευτές βρίσκονται μέσα στις κυψέλες τους, είναι σαν τα απέναντι παράθυρα μιας πολυκατοικίας μοναχικών ανθρώπων. Οι άνθρωποι αυτού του γκρίζου κόσμου, ενός κόσμου υπόγειου και άγνωστου, είναι ήρωες διπλανοί που συμπονάς.

Η λύπη για αυτό τον κόσμο φτάνει με κάτι ιλαρό, μια ελπίδα, μια ανάταση, ένα μήνυμα ανάκλησης της παιδικής ηλικίας, των προσωπικών ευτυχισμένων στιγμών, της αθωότητας που παραλείπεται μέσα σε μια σκληρή καθημερινότητα. Κατά βάθος είναι ένα αισιόδοξο έργο, μέσα σε ένα γκρίζο τοπίο γεννιέται η επιθυμία να βγεις στον έξω κόσμο που πληγώνει, οπλισμένος με όσα καλά σε έχουν προικοδοτήσει, την αγάπη, την ανοχή, την ενσυναίσθηση και την επιθυμία να αγγίξεις τον διπλανό σου.

«Με ανάταση φεύγεις από την παράσταση, πάντα έβαζα χιούμορ και φαντασία σε αυτά που έγραφα, απλώς σε αυτό η φαντασία είναι το πρώτο συστατικό της παράστασης. Με δυσκόλεψε πολύ αυτό το έργο στη διάθεση, γιατί όταν γράφεις αστεία και θέλεις να γελάσει και ο άλλος με αυτά, βρίσκεσαι σε μια κατάσταση ευφορίας.

Σε αυτό το έργο έπρεπε να αναμετρηθώ με πράγματα που με φοβίζουν, με ανησυχούν και μακάρι να ήταν διαφορετικά. Γράφτηκε για να ξορκίσω και να αντιμετωπίσω τα δικά μου σκοτάδια, γι’ αυτό και δεν βγήκε ένα σκοτεινό έργο, αλλά ένα έργο με προβληματισμούς, με σκέψη, γιατί με ενδιέφερε και φρόντισα να μην είναι σκοτεινό, δεν το άντεχα και εγώ ο ίδιος αυτό».

About the Author

Σχετικά άρθρα